ψόγον

ψόγον
ψόγος
blamable fault
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψόγος — ο, ΝΑ μομφή, κατάκριση, κατηγορία αρχ. 1. σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι 2. φρ. α) «ψόγον ἔχω» και «ψόγον φέρω» κατακρίνομαι, κατηγορούμαι (Πλάτ.) β) «ψόγους ποιῶ» συνθέτω σατιρικούς στίχους (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού… …   Dictionary of Greek

  • επείπον — ἐπεῑπον (αόρ. β τού επιλέγω) (Α) 1. είπα επί πλέον ή συγχρόνως ή έπειτα («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», Ηρόδ.) 2. είπα εναντίον κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῑν ψόγον», Αισχύλ.) 3. ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῑν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ… …   Dictionary of Greek

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • κατεψεγμένως — κοτεψεγμένως (Α) επίρρ. επιμέμπτως, υπό ψόγον, υπό κατηγορίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεψεγμένος τού ρ. καταψέγομαι] …   Dictionary of Greek

  • σίλλος — ὁ, ΜΑ σκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ. β. «σίλλοι ἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.) αρχ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Σοφοκλής — (Τσαρίτσανη 1809 – Βισύ Γαλλίας 1877). Λόγιος γιατρός, γιος του Κωνσταντίνου Οικονόμου. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σμύρνη, μετέβη στη Ρωσία, όπου βρισκόταν ήδη ο πατέρας του. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και άσκησε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”